διαχωρήσεις

διαχωρήσεις
διαχώρησις
excretion
fem nom/voc pl (attic epic)
διαχώρησις
excretion
fem nom/acc pl (attic)
διαχωρέω
pass through
aor subj act 2nd sg (epic)
διαχωρέω
pass through
fut ind act 2nd sg
διαχωρέω
pass through
aor subj act 2nd sg (epic)
διαχωρέω
pass through
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”